- ἀναγκάσει
- ἀναγκάζωforceaor subj act 3rd sg (epic)ἀναγκάζωforcefut ind mid 2nd sgἀναγκάζωforcefut ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μακκαβαίοι — Ονομασία που δόθηκε στους γιους του Ματταθία, ιερέα της πόλης Μωδεΐν, και οργανωτή της ιουδαϊκής εξέγερσης εναντίον του Αντιόχου Δ’ του Επιφανούς, ο οποίος ήθελε να εξελληνίσει τους Εβραίους και να τους αναγκάσει να εγκαταλείψουν τη θρησκεία τους … Dictionary of Greek
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
άγος — Όροςμε τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χαρακτήριζαν το μίασμα, την κατάρα, την οργή θεού που παρακολουθεί τον ένοχο ενός εγκλήματος. Εναγείς μπορούσαν να είναι όχι μόνο άντρες ή γυναίκες, αλλά και ολόκληρες πόλεις και κράτη εξαιτίας του εγκλήματος… … Dictionary of Greek
αγός — Όροςμε τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χαρακτήριζαν το μίασμα, την κατάρα, την οργή θεού που παρακολουθεί τον ένοχο ενός εγκλήματος. Εναγείς μπορούσαν να είναι όχι μόνο άντρες ή γυναίκες, αλλά και ολόκληρες πόλεις και κράτη εξαιτίας του εγκλήματος… … Dictionary of Greek
αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… … Dictionary of Greek
μετάπτωση — Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μεταπίπτω. Ξαφνική μεταβολή θέσης ή κατάστασης. (Αστρον.). Η ελκτική δύναμη του Ήλιου, καθώς ενεργεί επί του άξονα περιστροφής της Γης, επειδή το μήκος της ισημερινής διαμέτρου της Γης είναι μεγαλύτερο από τη… … Dictionary of Greek
νυκτολάλημα — νυκτολάλημα, τὸ (Α) μαγική επωδός, ξόρκι που χρησιμοποιείται προκειμένου να αναγκάσει κάποιον, συνήθως γυναίκα, να μιλήσει ενώ κοιμάται. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + λάλημα (< λαλῶ)] … Dictionary of Greek
σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
φετίχ — Όρος που παράγεται από το λατινικό factitius, από το οποίο προέρχεται η πορτογαλική λέξη fetiço (= μαγικό), που χρησιμοποίησαν οι πρώτοι αποικιστές της δυτικής Αφρικής για να χαρακτηρίσουν τα φυλαχτά, είδωλα και ιερά αντικείμενα κάθε είδους που… … Dictionary of Greek
Αγάθαρχος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. o Σάμιος (5ος αι. π.Χ.). Ζωγράφος, γνωστός επίσης ως σκηνογράφος και τοιχογράφος. Θεωρείται ο δάσκαλος του Απολλόδωρου, του Ζεύξη και άλλων μεγάλων ζωγράφων. Ο Αισχύλος τον κάλεσε να φιλοτεχνήσει τα σκηνικά των… … Dictionary of Greek